-
1 κύρτος
κύρτος, ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχϑύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.
См. также в других словарях:
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek